ανιώ

ανιώ
(α) αμετ. испытывать скуку, скучать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανιώ" в других словарях:

  • ανιώ — ἀνιῶ ( άω) (Α) [ανία] 1. προξενώ ανία σε κάποιον, γίνομαι ενοχλητικός 2. προξενώ λύπη σε κάποιον, στενοχωρώ 3. βλάπτω κάποιον 4. καταλαμβάνομαι από ανία, πλήττω, στενοχωριέμαι …   Dictionary of Greek

  • ἀνιῶ — ἀ̱νιῶ , ἀνιάομαι cure again imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνιάομαι cure again pres imperat mp 2nd sg ἀνῑῶ , ἀνιάομαι cure again imperf ind mp 2nd sg ἀνιάομαι cure again pres imperat mp 2nd sg ἀνιάομαι cure again imperf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνίω — Ἄνιος masc nom/voc/acc dual Ἄνιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίω — ἄνειμι go up pres subj act 1st sg ἄνιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίω , ἀνέω pres subj act 1st sg (doric) ἀ̱νίω , ἀνέω pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνίημι send up pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνίῳ — Ἄνιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίῳ — ἄνιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανιώ — κατανιῶ, άω (Α) είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀνιῶ «θλίβω κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • ναυτιώ — (Α ναυτιῶ, άω) 1. υποφέρω από ναυτία, ζαλίζομαι καθώς ταξιδεύω στη θάλασσα 2. (γενικά) αισθάνομαι έντονη αποστροφή για κάτι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτία + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ανιώ)] …   Dictionary of Greek

  • νωθριώ — νωθριῶ, άω (Α) είμαι νωθρός, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ανιώ, αρρωστιώ)] …   Dictionary of Greek

  • περατιώ — όω, Α περατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περατῶ κατά τα ρ. σε ιῶ (πρβλ. ανιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • προσανιώ — άω, Μ δυσαρεστώ, θλίβω κάποιον ακόμη περισσότερο, προκαλώ επιπρόσθετη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνιῶ «προξενώ ανία, λύπη ή ζημία» (< ἀνία)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»